ἐξανιστάω

Spanish (DGE)

hacer levantar, despertar fig. ἐξανιστῶντες ἡμᾶς ὥσπερ καθεύδοντας Gr.Thaum.Pan.Or.7.56, τὴν εἰκόνα τῆς κακίας Ephr.Syr.3.185A, ἔρωτα νεκροὺς ἐξανιστῶντα βλέπω Tz.Comm.Ar.1.210.4, c. gen. ἐξανιστᾷς με πλάνης App.Anth.3.317.2.

German (Pape)

Sp. = ἐξανίστημι.