ἐξαραίρημαι

Greek Monotonic

ἐξαραίρημαι: Παθ. παρακ. του ἐξαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαραίρημαι: ион. (= ἐξῄρημαι) pf. pass. к ἐξαιρέω.