ἐξελάαν

English (LSJ)

Ep. pres. inf. of ἐξελαύνω: ἐξελᾶν, Att. fut. inf.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de ἐξελάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελάαν: эп. inf. к ἐξελάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελάαν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἐξελαύνω: ἐξελᾶν ἀπαρέμ. τοῦ Ἀττ. μέλλ.

Greek Monotonic

ἐξελάαν: Επικ. απαρ. ενεστ. του ἐξελαύνω· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του ίδιου.