ἐξενεῖκαι

English (LSJ)

ἐξελκ-νειχθῆναι, Ion. aor. 1 Act. and Med. of ἐκφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξενεῖκαι: эп.-ион. inf. aor. к ἐκφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξενεῖκαι: -νειχθῆναι, Ἰων. ἀπαρ. ἀορ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. τοῦ ἐκφέρω.

Greek Monotonic

ἐξενεῖκαι: Ιων. αντί -ενέγκαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐκφέρω.