ἐξετελεῦντο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Pass. épq. de ἐκτελέω.

Greek Monotonic

ἐξετελεῦντο: Επικ. αντί -οῦντο, γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του ἐκτελέω.