ἐξιλαστέον

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλαστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξιλάσκομαι, δεῖ ἐξιλάσκεσθαι, Συνεσίου Ἐπιστ. 44, σ. 184.