ἐξοιστέος

English (LSJ)

α, ον, (ἐξοίσω, fut. of ἐκφέρω)
A to be brought out, Ar.Lys. 921.
II ἐξοιστέον, one must bring out, E.Ph.712, Pl.Prm.128e, Aen.Tact.2.7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐκφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοιστέος: и ἐξοιστός 3 adj. verb. к ἐκφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξοίσω (μέλλ. τοῦ ἐκφέρω) πρέπει νὰ κομισθῇ ἔξω, ψίαθός ἐστ᾿ ἐξοιστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 921. ΙΙ. ἐξοιστέον, δεῖ ἐκφέρειν, ἐξοιστέον τἄρ᾿ ὅπλα Καδμείων πόλει Εὐρ. Φοίν. 712, Πλάτ. Παρμ. 128Ε.

Greek Monotonic

ἐξοιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐξοίσω (μέλ. του ἐκφέρω), αυτός που πρέπει να μεταφερθεί έξω· ἐξοιστέον, αυτό που πρέπει να οδηγηθεί έξω, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξοιστέος, η, ον verb. adj. of ἐξοίσω [fut. of ἐκφέρω
to be brought out: ἐξοιστέον, one must bring out, Eur.