ἐξοχάδες

English (LSJ)

ων, αἱ, (ἔξοχος) external piles, haemorrhoids (the internal being called ἐσοχάσες), Paul.Aeg.3.59.

German (Pape)

[Seite 889] αἱ, am Mastdarm herausgetretene Hämorrhoidenknoten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοχάδες: -ων, αἱ, ἐξωτερικαὶ αἱμορροΐδες (αἱ ἐσωτερικαὶ καλοῦνται ἐσοχάδες, κοινῶς «ζοχάδες»), πρὸς ἐξοχάδας δακτυλίου Παῦλ. Αἰγ. 3. 59.

Greek Monolingual

οι (Μ ἐξοχάδες, αι)
εξωτερικές αιμορροΐδες.