ἐξωχειροτόνητος

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωχειροτόνητος: ὁ ἔξω, δηλ. ἐν ἄλλῳ τόπῳ χειροτονηθείς, ἐξωχειροτόνητος ἱερεύς, κληρικὸς Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 2, σ. 150. 343-4.