ἐπένεξις

Greek (Liddell-Scott)

ἐπένεξις: -εως, ἡ, (ἐπιφέρω, ἐπενεγκεῖν) προσθήκη εἴς τι, Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. Ἐπιστ. σ. 467· ἕτερος τύπος οὐχὶ δόκιμος: ἐπένεγξις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μ. Ἐτυμ.