ἐπέπλως

English (LSJ)

v. ἐπιπλέω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. ao.2 de ἐπιπλώω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέπλως: эп. 2 л. sing. aor. к ἐπιπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέπλως: ἴδε ἐπιπλέω.

English (Autenrieth)

see ἐπιπλώω.

Greek Monotonic

ἐπέπλως: βʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του ἐπιπλέω.