v. ἐπιπλέω.
2ᵉ sg. ao.2 de ἐπιπλώω.
ἐπέπλως: эп. 2 л. sing. aor. к ἐπιπλώω.
ἐπέπλως: ἴδε ἐπιπλέω.
see ἐπιπλώω.
ἐπέπλως: βʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του ἐπιπλέω.