ἐπέπυστο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. de πυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

see πυνθάνομαι.

Greek Monotonic

ἐπέπυστο: γʹ ενικ. υπερσ. του πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέπυστο: 3 л. sing. ppf. к πυνθάνομαι.