ἐπέφραδον
English (LSJ)
Ep. redupl. aor. 2 of φράζω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. de φράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέφρᾰδον: эп. aor. 2 к φράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέφρᾰδον: -ες, ε, Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄τοῦ φράζω, Ὁμ.
English (Autenrieth)
see φράζω.
Greek Monotonic
ἐπέφρᾰδον: Επικ. με αναδιπλ. αόρ. βʹ του φράζω.