ἐπίβαρυς
English (LSJ)
εια, υ, oppressive, εὐωδία Thphr. HP3.13.6.
German (Pape)
[Seite 928] εια, υ, etwas schwer, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβᾰρυς: εια, υ, βαρύς, ἐπὶ ὀσμῆς, εὐωδίαν δὲ ἔχει λειριώδη ἐπιβαρεῖαν (γρ. ἐπιβάρειαν) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6.
Greek Monolingual
ἐπίβαρυς, -υ (Α) βαρύς
(για μυρωδιά) βαρύς, ενοχλητικός.