ἐπίγλυκυς

English (LSJ)

εια, υ, somewhat sweet, Id.HP3.18.10.

German (Pape)

[Seite 932] süßlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγλῠκυς: εια, υ, ὁπωσοῦν γλυκύς, καρπὸς ὁ μὲν γὰρ ἐπίγλυκύς ἐστιν, ὁ δὲ σφόδρα πικρὸς Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 10.

Greek Monolingual

ἐπίγλυκυς, -εία, -ο (Α)
υπόγλυκος.