ἐπίδαμος

English (LSJ)

ἐπιδάμιος, Dor. for ἐπιδημος.

German (Pape)

[Seite 934] dor. = ἐπίδημος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἐπίδημος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδᾱμος: дор. Soph. = ἐπίδημος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδᾱμος: ἐπιδάμιος, Δωρ. ἀντὶ ἐπίδημος, ἐπιδήμιος.

Greek Monolingual

επιδάμιος κ.λπ.
βλ. επίδημος.

Greek Monotonic

ἐπίδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ἐπίδημος.

Middle Liddell

ἐπίδᾱμος, ον [doric for ἐπίδημος.]