ἐπίπαιμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».