ἐπίπασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, powder for sprinkling, ῥοός Aret.CA2.2; ἄρτων Sch.Theoc.15.114, cf. Alex.Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 968] τό, das Daraufgestreu'te, Sp.; so auch Schol. Theocr. 15, 114 für ἐπίπαμμα zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπασμα: τό, τὸ ἐπιπασσόμενον ἐπί τινος, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 114 (κοινῶς ἐπίπαμμα).

Greek Monolingual

το (Α ἐπίπασμα) επιπάσσω
ό,τι πασπαλίζεται πάνω σε κάτι.