ἐπίχρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, smearing over, βελῶν Str.4.4.6 (pl.), cf. Sever. ap.Aët.7.96.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das Daraufstreichen der Salbe, Bestreichen, Strab. IV, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχρῑσις: -εως, ἡ, (ἐπιχρίω), τὸ ἐπιχρίειν, ἐπαλείφειν τι, ἐπάλειψις, ὀπὸν θανάσιμον πρὸς τὰς ἐπιχρίσεις τῶν βελῶν Στράβ. 199, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 476.