ἐπαναστάτης

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναστάτης: θηλ. ἐπαναστάτις, ἐπαναστατῶ, μεταγεν. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 27-31.