ἐπανοίκτης

English (LSJ)

ἐπανοίκτου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ (one who bursts open), Arg. Man. post Max. p. 102L., EM 459.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.

Greek Monolingual

ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.