ἐπασχολοῦμαι

Greek (Liddell-Scott)

ἐπασχολοῦμαι: ἀσχολοῦμαι εἴς τι, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 16, σ. 402, 16, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 403C.