ἐπεικτικός
English (LSJ)
ἐπεικτική, ἐπεικτικόν, urgent, Sch.Il.11.165.
German (Pape)
[Seite 910] ή, όν, antreibend, eilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεικτικός: -ή, -όν, σπευστικός. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.
Greek Monolingual
ἐπεικτικός, -ή, -όν (Α)
επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς
επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς.