ἐπεισδύνω

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισδύνω: μεταγεν. ἐπεισδύω, ἐπεισέρχομαι, λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ἡ παράβασις Ἀριστ. Πόλιτικ. 5. 8, 2.