ἐπεισκομίζω
English (LSJ)
bring in besides, ἕτερον σῶμα ἐ. CIG(add.)3882i (Afium kara Hissar), cf. Rev.Phil. 36.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισκομίζω: εἰσκομίζω προσέτι, ἕτερον σῶμα ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3882i: μέσ., Κωμ. Ἀνώνυμ. 349.
bring in besides, ἕτερον σῶμα ἐ. CIG(add.)3882i (Afium kara Hissar), cf. Rev.Phil. 36.53.
ἐπεισκομίζω: εἰσκομίζω προσέτι, ἕτερον σῶμα ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3882i: μέσ., Κωμ. Ἀνώνυμ. 349.