ἐπενσαλεύω

English (LSJ)

v. ἐπισαλεύω.

German (Pape)

[Seite 915] = σαλεύω ἐπί, Arist. physiogn. 813, 13.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενσᾰλεύω: качаться, раскачиваться: ἐ. τοῖς ὤμοις Arst. покачивать плечами, т. е. ходить переваливаясь, вразвалку.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενσᾰλεύω: ἀμεταβ., ἐνσαλεύω ἐπί, οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες ἐγκεκυφότες μεγαλόφρονες· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς λέοντας Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 46· πρβλ. ἐπισαλεύω.

Greek Monolingual

ἐπενσαλεύω (Α)
(για λιοντάρια) σαλεύω σε ορισμένο σημείο («τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», Αριστοτ.).