ἐπεσβολέω

English (LSJ)

use violent language, Lyc.130, Max.101.

German (Pape)

[Seite 918] Worte werfen, schmähen, λυγρά Lycophr. 130.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβολέω: βάλλω ἔπεσι, προσβάλλω διὰ λόγων, λοιδορῶ, κακολογῶ, ὑβρίζω, ἐπεσβολήσας λυγρὰ Λυκόφρ. 130, Μάξιμ. π. Καταρχ. 101.