ἐπηέριος

English (LSJ)

ἐπηέριον, through the air, φορέεσθαι Q.S.2.573.

Greek Monolingual

ἐπηέριος, -ον (Α)
φρ. «ἐπηέριος φορέεσθαι» — που πετάει, μετακινείται στον αέρα.