ἐπηρέαστος

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρέαστος: -ον, ὁ, ὁ ὑποκείμενος εἰς βλάβην, εὔβλαπτος, Κοσμᾶς ἐν Τοπογρ. Χριστ. σ. 281Α.