ἐπιβόησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A applause, D.H.Rh.7.3: pl., J.Vit.48, Plu.Arat. 23, D.Chr.40.29, M.Ant.1.16, Charito 6.2.
2. shouting, Str.10.3.15.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Zurufen, Beifallbezeigen, καὶ κρότοι, Plut. Arat. 23 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acclamation, clameur.
Étymologie: ἐπιβοάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβόησις: εως ἡ (одобрительный) крик, восклицание (κρότοι καὶ ἐπιβοήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόησις: -εως, ἡ, ἐπιφώνησις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. κ. 7. 3· δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ ἐπιβοήσεις Πλουτ. Ἄρατ. 23.
Greek Monolingual
ἐπιβόησις, η (AM) επιβοώ
κατακραυγή, αποδοκιμασία
αρχ.
1. επευφημία («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», Πλούτ.)
2. αλαλαγμός.