ἐπιγνώωσι
English (LSJ)
Ep. 3pl. aor. 2 subj. of ἐπιγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνώωσι: эп. 3 л. pl. conjct. aor. 2 к ἐπιγιγνώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνώωσι: Ἐπ. γ΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἐπιγιγνώσκω.
Greek Monotonic
ἐπιγνώωσι: Επικ. γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἐπιγιγνώσκω.