ἐπιγουνατίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Ion. for ἐπιγονατίς, Hp.Oss.17.

German (Pape)

[Seite 933] ion. = ἐπιγονατίς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνᾰτίς: -ίδος, ἡ, Ἰων. ἀντί ἐπιγονατίς, Ἱππ. 279. 30.

Greek Monolingual

η
βλ. επιγονατίς.