ἐπιδίμοιρος

German (Pape)

[Seite 938] dass., Clem. Al. strom. 6 p. 658.

Greek Monolingual

ἐπιδίμοιρος, -ον (Α)
ο επιδιμερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δί-μοιρος «αυτός που περιέχει τα 2 / 3 μιας μονάδας»].