ἐπιδεικτικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ostentation;
Cp. ἐπιδεικτικώτερον.
Étymologie: ἐπιδεικτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεικτικῶς:
1 для показа, показным образом (πολεμεῖν Plut.): ἐ. ἔχειν Isocr. стараться блеснуть;
2 для вида, наспех (ἐ. πεπηγυῖαι νῆες Plut.).