ἐπιδεύτερος

English (LSJ)

ἐπιδεύτερον, secondary, of minor rank, of a dramatist, Suid. s.v. Ἀριστομένης.

Greek Monolingual

ἐπιδεύτερος, -α, -ον (Μ)
δευτερεύων, δεύτερης κατηγορίας, όχι πρώτης ποιότητας.