ἐπιθυμήτειρα

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἐπιθυμητής, Call. Dian. 237.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, fem. zum Folgdn, Ἀμαζονίδες πολέμου ἐπ. Callim. Dian. 237.