ἐπικνέομαι
English (LSJ)
Ion. for ἐφ-.
German (Pape)
[Seite 951] ion. = ἐφικνέομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐφικνέομαι.
Greek Monotonic
ἐπικνέομαι: Ιων. αντί ἐφ-ικνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικνέομαι: ион. = ἐφικνέομαι.
Ion. for ἐφ-.
[Seite 951] ion. = ἐφικνέομαι.
ion. c. ἐφικνέομαι.
ἐπικνέομαι: Ιων. αντί ἐφ-ικνέομαι.
ἐπικνέομαι: ион. = ἐφικνέομαι.