ἐπιλήπτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, censurer, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Timo 45.2.

German (Pape)

[Seite 958] ορος, ὁ, der Angreifende, Tadelnde, Timon. bei D. L. 9, 25 u. Plut. Pericl. 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui réprimande, censeur.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήπτωρ: ορος ὁ порицатель, хулитель (πάντων Timon ap. Plut. et Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιτιμῶν, ἐπιτιμητής, ψέκτης, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Τίμων παρὰ Πλουτ. ἐν Περικλ. 4.

Greek Monotonic

ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, επικριτής, παρά Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπιλήπτωρ, ορος,
a censurer, Timo ap. Plut.