ἐπιμαρτύρησις
English (LSJ)
ἐπιμαρτυρήσεως, ἡ,
A confirmation, corroboration, Epicur.Sent.24, al.; ἐπιμαρτυρήσεως δεῖσθαι M.Ant.7.62; ἡ ἐκ τῶν φαινομένων ἐπιμαρτύρησις S.E.P.1.181.
II. Astrol., supporting by aspect, Paul.Al.O.4, Ptol.Tetr. 200.
German (Pape)
[Seite 960] ἡ, die Bezeugung, Bestätigung, Plut. adv. Col. 25; Gegensatz ἀντιμαρτύρησις, Epicur. D. L. 10, 147.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαρτύρησις: ἐπιμαρτυρήσεως (ῠ) ἡ свидетельство, свидетельствование, удостоверение, подтверждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτύρησις: ἐπιμαρτυρήσεως, ἡ, ἐπιβεβαίωσις μαρτυρίας, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 147. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212, Πλούτ. 1121D.
Greek Monolingual
ἐπιμαρτύρησις, ἡ (AM) επιμαρτυρώ
επιβεβαίωση, επικύρωση
(αρχ) αστρολ. επιμαρτυρία.