ἐπιμελίη

German (Pape)

[Seite 961] ἡ, ion. = ἐπιμέλεια, Her. v. Hom. 5. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελίη: ἡ, Ἰων ἀντὶ ἐπιμέλεια, Ἡροδ. βίος Ὁμ. 5. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελίη: ἡ ион. = ἐπιμέλεια.