ἐπιορκοσύνη

English (LSJ)

ἡ, = ἐπιορκία, AP12.250.6 (Strat.). ἐπίορος, v. ἐπίουρος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, = ἐπιορκία, Strat. 89 (XII, 250).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιορκοσύνη: ἡ Anth. = ἐπιορκία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιορκοσύνη: ἡ, = ἐπιορκία, Ἀνθ. Π. 12. 250.

Greek Monotonic

ἐπιορκοσύνη: ἡ, = ἐπιορκία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπιορκοσύνη, ἡ, = ἐπιορκία, Anth.]