ἐπιπεδόω
German (Pape)
[Seite 968] zu einer Ebene machen, als ebene Figur darstellen, Iambl. zu Nicom., der auch das subst. ἐπιπέδωσις hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπεδόω: καθιστῶ τι ἐπίπεδον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἐπιπεδωθήσονται τετραγωνικῶς ἀναλυθέντες εἰς μονάδα Νικομ. Ἀριθμ. σ. 83D.