ἐπιπλώς

French (Bailly abrégé)

v. ἐπιπλώω.

Greek Monotonic

ἐπιπλώς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του ἐπιπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλώς: эп. part. к ἐπιπλώω.