ἐπιστάς

French (Bailly abrégé)

ᾶσα, άν;
part. ao.2 de ἐφίστημι.

Greek Monotonic

ἐπιστάς: Παθ. αόρ. βʹ του ἐφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστάς: ᾶσα, άν part. aor. 2 к ἐφίστημι.