ἐπιστήριξις

German (Pape)

[Seite 984] ἡ, das Daraufstützen, Schol. Lycophr. 707.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστήριξις: ἡ, στήριξις ἐπί τινος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 707.