ἐπιστραφής
English (LSJ)
ἐπιστραφές, = ἐπιστρεφής, Ammon.Diff.p.54 V., Ptol.Asc. p.395 H.
German (Pape)
[Seite 985] ές, = ἐπιστρεφής, Ammon., l. d.
ἐπιστραφές, = ἐπιστρεφής, Ammon.Diff.p.54 V., Ptol.Asc. p.395 H.
[Seite 985] ές, = ἐπιστρεφής, Ammon., l. d.