ἐπιστρεφέως

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐπιστρεφῶς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστρεφέως: ион. = ἐπιστρεφῶς.

German (Pape)

ion. = ἐπιστρεφῶς, Adv. ab ἐπιστρεφής.