ἐπισυναπτέον

English (LSJ)

one must subjoin, S.E.M.10.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυναπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπισυνάπτω, δεῖ ἐπισυνάπτειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 20.