ἐπισυνιστάω

English (LSJ)

v. ἐπισυνίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνιστάω: τῷ ἑπομ., Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 1, 3.