ἐπισχναίνω

German (Pape)

[Seite 988] abmagern, ausdörren, Hippocr.; Philem. Stob. fl. 57, 6; τὰ ἕλκη φαρμάκοις Plut. Symp.1, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχναίνω: καθιστῶ τινα ἰσχνόν, εὕρηται ἐν ἀντιγράφοις ἀντὶ τῆς ὀρθῆς γραφῆς ἀπισχναίνω, ὡς ἐν Ἱππ. 490. 7, Πλούτ. 2. 624D.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισχναίνω: досл. истощать, перен. сушить, заживлять (τὰ ἕλκη τοῖς φαρμάκοις Plut.).